χηραμός

χηραμός
και χαραμός και χειραμός και χηλαμός, ὁ, πληθ. και ετερογενής τ. χηραμά, τὰ, Α
1. τρύπα, κοιλότητα, κοίλωμα, κουφάλα («σφῆκας δαφοινοὺς χηραμῶν ἀνειρύσας», Λυκόφρ.)
2. η λαβή τού ξίφους («εἰς τὸν χηραμὸν τῆς κώπης ἀνέδραμε, μόνην δὲ καταλείπει τὴν αἰχμήν», Αχ. Τάτ.)
3. μτφ. κοιλότητα στα πλάγια τμήματα τής γλώσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ. ο οποίος έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. χη-, το οποίο απαντά στη λ. χήμη* και πιθ. στους τ. χηλή*, χηλός* (για τον φωνηεντισμό βλ. και λ. χάσκω), με επίθημα -αμός (πρβλ. ποτ-αμός, φωρι-αμός). Από μορφολογική άποψη, η σύνδεση με τη λ. χήρα* θα μπορούσε να θεωρηθεί πιο ικανοποιητική, αλλά από σημασιολογική άποψη η αναγωγή στο θ. χη- μέσω μιας σημ. «κοίλος, άδειος, ανοιχτός» θεωρείται πιθανότερη. Εκτός από τον τ. χηραμός, απαντούν και οι γρφ. χαραμός (η οποία οφείλεται σε υπερδωρισμό ή είναι αναλογική προς τα χαράδρα, χάραξ), χηλαμός (κατ' επίδραση τών χηλή, χηλός) και χειραμός (κατ' επίδραση τού τ. χειράς / χιράς ή, κατ' άλλους, τού τ. χειά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χηραμός — hole masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηραμοῖς — χηραμός hole masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηραμοί — χηραμός hole masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηραμοῦ — χηραμός hole masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηραμούς — χηραμός hole masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηραμῶν — χηραμός hole masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηραμῷ — χηραμός hole masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηραμόν — χηραμός hole masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηραμών — ῶνος, ὁ, Α χηραμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επεκταμένο, για μετρικούς λόγους, τ. τής λ. χηραμός* ο οποίος απαντά στη δοτ. πληθ. χηραμόνεσσιν] …   Dictionary of Greek

  • хоромы — мн., хоромина, диал. хорома крыша , олонецк. (Кулик.), хоромщик плотник , укр. хором коридор , хороми мн. сени , хорома, хоромина хоромы, дом , др. русск. хоромъ (еще в XVII в.; см. Соболевский, Лекции 211 и сл.), ст. слав. храмъ ναός, οἰκία,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”